- αγιαστήριον
- ἁγιαστήριον, το (AM)μσν.βαπτιστήριοαρχ.ιερός τόπος, ναός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιάζω + παραγ. κατάληξη -τήριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁγιαστήριον — holy place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιαστηρίου — ἁγιαστήριον holy place neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιαστηρίῳ — ἁγιαστήριον holy place neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιαστήρια — ἁγιαστήριον holy place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγίασμα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 745 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτυλίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης … Dictionary of Greek
αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… … Dictionary of Greek
αγιαστήρα — η [αγιαστήριον] βλ. αγιαστούρα … Dictionary of Greek
αγιαστούρα — Δεσμίδα από βασιλικό με την οποία ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς κατά τον αγιασμό. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, αντί για α. χρησιμοποιούν ασημένιο ράντιστρο με τρύπες, πιθανόν κατάλοιπο της φραγκοκρατίας. Α. λέγεται επίσης και το μεταλλικό… … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱՐԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0761 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ἀγιαστήριον (որ ի սուրբ գիրս թարգմանի սրբութիւն.) sanctuarium, sacrarium, locus et causa sanctificationis ἰερόν sacellum, templum. Բնակարան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)